- πεζοπορικός
- yürüyüş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πεζοπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζοπόρο ή στην πεζοπορία. επίρρ... πεζοπορικώς με τα πόδια, πεζή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Ἐφημερίς] … Dictionary of Greek
πεζοπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεζοπορία ή στον πεζοπόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Pezoporikos Larnaca — Infobox Football club clubname = Pezoporikos Πεζοπορικός fullname = Πεζοπορικός Όμιλος Λάρνακας Pezoporikos Omilos Larnacas nickname = shortname = POL (ΠΟΛ) founded = 1927 dissolved = 1994 ground = Neo GSZ Stadium capacity = chairman = mgrtitle … Wikipedia
Пезопорикос — Пезопорикос … Википедия